- ταμπάσκο
- το, Νβοτ. κοινή ονομασία μιας ποικιλίας πιπεριάς, καθώς και τής καυτερής σάλτσας που παρασκευάζεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < Tabasco, εμπορική ονομ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βερακρούς — (Veracruz). Ονομασία πολιτείας και πόλης του Μεξικού. 1. Πολιτεία (επίσημη ονομασία Veracruz Llave, 72.815 τ. χλμ., 6.901.111 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού η οποία απλώνεται κατά μήκος των ακτών του κόλπου του Μεξικού, από ΒΔ προς ΝΑ, στο… … Dictionary of Greek
Ολμέκοι — Αρχαίος πληθυσμός της Κεντρικής Αμερικής, συγκεντρωμένος κυρίως στο Μεξικό, όπου ανέπτυξε αξιόλογο προκολομβιανό πολιτισμό. Είχαν συντελέσει στη δημιουργία του υπεδάφους των αρχαιολογικών στρωμάτων πολλών περιοχών, όπως του Τλάτιλκο, της… … Dictionary of Greek